- αλάξευτος
- [πέτρα]unbehauen [Stein]
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
αλάξευτος — η, ο (Μ ἀλάξευτος. –ον) αυτός που δεν λαξεύτηκε ή δεν μπορεί να λαξευτεί, απελέκητος, ακατέργαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + λαξευτός < λαξεύω] … Dictionary of Greek
αλάξευτος — η, ο επίρρ. α απελέκητος: Το μάρμαρο βρισκόταν ακόμη αλάξευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλατόμητος — η, ο (AM ἀλατόμητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν λατομήθηκε, που δεν κόπηκε από λατομείο 2. (για τη γη) αυτή στην οποία δεν δημιουργήθηκαν, δεν ανοίχθηκαν λατομεία αρχ. μσν. ο αλάξευτος, απετροκόπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λατομητός <… … Dictionary of Greek